28 Νοεμβρίου 2013

Το Σαλόνι των Απορριφθέντων ή μήπως των Νικητών;

Το ιμπρεσιονιστικό κίνημα, που αναπτύχθηκε στο Παρίσι τη δεκαετία 1860-1870, έδωσε οριστική μορφή στη ρήξη με την παράδοση και την καλλιτεχνική συμβατικότητα. Η πρώτη ιμπρεσιονιστική έκθεση έγινε το 1874 (αν και ιμπρεσιονιστικά έργα είχαν εκτεθεί στο “Σαλόνι των Απορριφθέντων” ήδη από το 1863) και ένα χλευαστικό σχόλιο του κριτικού Louis Leroy που αναφέρεται στον πίνακα του Claude Monet Impression: Soleil levant” (Εντύπωση: Ανατολή ηλίου) (εικόνα), βάφτισε το κίνημα. Σχετικά με αυτόν τον πίνακα, ο Leroy αναφέρει στο σατιρικό περιοδικό Charivari: «Εντύπωση, ήμουν βέβαιος. Μια ταπετσαρία σε εμβρυακό στάδιο μοιάζει πιο ολοκληρωμένη από αυτή τη θαλασσογραφία».
Ο Leroy βρήκε τον τίτλο ιδιαίτερα γελοίο και αναφέρθηκε στην ομάδα των ζωγράφων με τη λέξη “Οι Ιμπρεσιονιστές”, αποδίδοντάς της ειρωνική απόχρωση.

Ένα ευθυμογραφικό περιοδικό έγραφε το 1876:
«Η οδός Λε Πελτιέ είναι πραγματικά οδός ολέθρου. Μετά την πυρκαγιά στην Όπερα, μας περιμένει εκεί ακόμη μία συμφορά. Μόλις άνοιξε μια έκθεση στην γκαλερί Ντυράν-Ρυέλ, που υποτίθεται ότι περιέχει έργα τέχνης. Μπαίνω μέσα, και τα έκ­πληκτα μάτια μου αντικρίζουν κάτι φρικιαστικό. Πέντε ή έξι τρελοί, ανάμεσά τους και μια γυναίκα, εκθέτουν από κοινού τα έργα τους. Είδα ανθρώπους να σκάνε στα γέλια μπροστά σε αυτές τις εικόνες, η δική μου όμως η καρδιά μάτωσε. Αυτοί οι λεγόμενοι καλλιτέχνες θεωρούν πως είναι επαναστάτες και ονομάζονται Ιμπρε­σιονιστές. Παίρνουν ένα κομμάτι μουσαμά, μπογιές και πινέλο, τον πασαλείβουν στην τύχη με μερικές κηλίδες χρώμα και υπογράφουν τον δήθεν πίνακα. Είναι μια παραίσθηση, ακριβώς όπως των τροφίμων ενός φρενοκομείου που μαζεύουν πέτρες από το δρόμο πιστεύοντας πως έχουν βρει διαμάντια».

Οι πρώτοι επισκέπτες των εκθέσεων των Ιμπρεσιονιστών κολλούσαν προφανώς τη μύτη τους στο μουσαμά και δεν έβλεπαν τίποτε, παρά μόνο ένα χάος από τυχαίες πινελιές. Γι αυτό πίστεψαν πώς αυτοί οι ζωγράφοι ήταν τρελοί. Πέρασε κάμποσος καιρός προτού να μάθει το κοινό ότι, για να εκτιμήσει κανείς έναν ιμπρεσιονιστικό πίνακα, έπρεπε να τον βλέπει από μακριά, κι έτσι να χαρεί ένα θαύμα: τα αινιγματικά κομμάτια από χρώμα ν’ αποκτούν ξαφνικά νόημα και να ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια του. Αυτός ήταν ο πραγματικός στόχος των Ιμπρεσιονιστών, να κατορθώσουν αυτό το θαύμα, και να μεταθέσουν την εικαστική εμπειρία από το ζωγράφο στο θεατή. Η αίσθηση της καινούριας ελευθερίας και της δύναμης που είχαν αυτοί οι καλλιτέχνες θα τους αποζημίωνε για τους χλευασμούς και την εχθρότητα που συναντούσαν.

Οι Ιμπρεσιονιστές θέλησαν να εκφράσουν μέσα από μία απλή και μακρά διαδικασία, με απόλυτη ειλικρίνεια, την εντύπωση που η θέα της πραγματικότητας ξυπνάει μέσα τους, χωρίς να την αλλοιώσουν ή να την αμβλύνουν. Επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στο παιχνίδισμα του φωτός και όχι στην ακρίβεια του σχεδίου. Η μελέτη του ηλιακού φωτός που μεταβάλλει το χρώ­μα του τοπικού τόνου των αντικειμένων, τους επέτρεψε να φθάσουν σε μια ολότελα νέα σύλληψη του χρώμα­τος. Οι αδιάκοπες μεταμορφώσεις δίνουν όχι μία στατική, αλλά μία δυναμική, γεμάτη ενέργεια εικόνα του κόσμου. Οι Ιμπρεσιονιστές αποθέωσαν την αίσθηση γιατί τη θεώρησαν πηγή αυθεντικότερης μαρτυρίας από τις έννοιες που επεξεργάζεται η λογική.

Ο Monet επέμενε πως ο καλλιτέχνης όφειλε να εγκαταλείψει τελείως το εργαστήρι του και να μη ζωγραφίζει ούτε μια πινελιά παρά μόνο μπροστά στο θέμα του. Είχε μετατρέψει μία βάρκα σε εργαστήρι για να μπορεί να μελετά τις αλλαγές και τα εφέ του τοπίου δίπλα στο ποτάμι. Η θέση του Monet ήταν πως όλα τα έργα με θέμα τη φύση πρέπει να γίνονται “επί τόπου”, γεγονός που δεν απαιτούσε μόνο αλλαγή στις συνήθειες του καλλιτέχνη, αλλά οδήγησε και σε νέες τεχνικές μεθόδους.

Η τεχνική της ζωγραφικής δεν ήταν το μόνο που εξόργισε τους κριτικούς τέχνης. Αποδοκίμαζαν επίσης τα θέματα που διάλεγαν οι ζωγράφοι. Ξαφνι­κά ο κόσμος ολόκληρος πρόσφερε κατάλληλα θέματα στο ζωγράφο. Όλα τα παλιά σκιάχτρα, “το σοβαρό θέμα”, “η ζυγισμένη σύνθεση”, “το σωστό σχέδιο”, πήγαν στην άκρη. Ο καλλιτέχνης ήταν υπεύθυνος μόνο απέναντι στην ευαισθησία του για το τί ζωγράφιζε και πώς το ζωγράφιζε.

Όσο πικρός κι αν ήταν ο αγώνας κι όσο σκληρός για τους ίδιους τους καλλιτέχνες, ο θρίαμβος του Ιμπρεσιονισμού υπήρξε απόλυτος. Οι κριτικοί που τους είχαν περιφρονή­σει αποδείχθηκε ότι είχαν κάνει πράγματι λάθος. Αν είχαν αγοράσει τα έργα αυτά αντί να τα ειρωνεύονται, θα είχαν γίνει πλούσιοι. Η κριτική επομένως έχασε το κύρος της, και ποτέ δεν το ξαναβρήκε. Ο αγώνας των Ιμπρεσιονιστών έγινε o αγαπημένος μύθος όλων των πρωτοπόρων στην τέχνη. Από μια άπο­ψη, αυτή η διαβόητη αποτυχία είναι τόσο σημαντική στην ιστορία της τέχνης όσο και η τελική νίκη του Ιμπρεσιονισμού.

Θεώρησα απαραίτητα τα όσα ανέφερα παραπάνω, προκειμένου να δηλώσω την αναγκαιότητα ίδρυσης ενός κινήματος στην Ελλάδα τού σήμερα, που να έρθει σε ρήξη με μία άλλη παράδοση. Όχι της τέχνης, αλλά της πολιτικής. Μπορούμε να αντιστοιχίσουμε την επαναστατική προσπάθεια των καλλιτεχνών με εκείνη των πολιτών που αγωνίζονται να δημιουργήσουν έναν νέο τρόπο θεώρησης των πραγμάτων, τόσο από την πλευρά εκείνου που κωδικοποιεί την πραγματικότητα (πολιτικοί) όσο και από την πλευρά εκείνου που την αποκωδικοποιεί (πολίτες).

Μιας και ξεκίνησα με τον ειρωνικό τρόπο με τον οποίο οι κριτικοί τέχνης απέρριψαν τα ιμπρεσιονιστικά έργα και απαξίωσαν τον Ιμπρεσιονισμό, παραθέτω τον (ειρωνικό και υποθετικό) διάλογο δύο κριτικών πολιτικής, οι οποίοι συναντιούνται σε μία έκθεση διαδικτυακών άρθρων με θέμα “Εντύπωση: ψιλά γράμματα”.
-      Ποια είναι η άποψή σας για την έκθεση…
-      Είναι μία συμφορά. Δεν περίμενα να δω τέτοιες φρικιαστικές εκφράσεις. Πώς τολμούν αυτοί οι τρελοί να εκθέτουν απόψεις που ενισχύουν την εθνική μας κατάθλιψη; Η καρδιά μου ματώνει.
-      Εννοείτε ότι όσα γράφονται είναι ψευδή;
-      Μα είναι δυνατόν να υπάρχει αλήθεια σε αυτά τα λόγια; Πρόκειται για καταστροφολογία. Παντού αρνητισμός: ανεργία, ακρίβεια, αυτοκτονίες, πτώση μισθών, πείνα, πλειστηριασμοί, χαράτσια, φόροι… Αυτός ο τόπος έχει ανάγκη το δικό μου success story. Αυτό που χρόνια τώρα υπηρετώ, με τον κοινά αποδεκτό τρόπο. Ψιλά γράμματα και αηδίες. Αυτοί οι αρθρογράφοι θεωρούν ότι είναι και επαναστάτες. Παίρνουν ένα κομμάτι χαρτί, πασαλείβουν μερικές αράδες και νομίζουν ότι κάτι θα καταφέρουν.
-      Τι ακριβώς εννοείτε λέγοντας “δικό σας success story”;
-      Εννοώ αυτά που λέω: Ανάπτυξη, πρωτογενές πλεόνασμα, επενδύσεις, ιδιωτικοποιήσεις, αγορές…
-      Αυτά είναι πολύ γενικά και ο λαός δεν τα βιώνει. Αντίθετα, αυτά που διαβάζουμε σήμερα εδώ, έχω την εντύπωση ότι συμβαίνουν στ’ αλήθεια. Μήπως θα πρέπει να αποκτήσουμε άλλη οπτική; Μήπως ήρθε ο καιρός να μπούμε μέσα στην κοινωνία;
-      Ζω πολύ κοντά στην κοινωνία, σ’ αυτήν την κοινωνία μέσα!
-      Τότε θα βλέπετε ότι όσα εκθέτονται εδώ είναι γεγονότα αληθινά. Για να εκτιμήσουμε την πραγματικότητα είναι απαραίτητο να ενώσουμε τα κομμάτια. Όλα μαζί κάτι θέλουν να πουν και για να τα κατανοήσουμε χρειάζεται επαναστατική αλλαγή οπτικής. Και το κυριότερο: θα πρέπει να έρθουμε σε επαφή με το λαό.
-       Εγώ έρχομαι σε επαφή με το λαό μέσα στο πολιτικό μου γραφείο (για ρουσφέτια).
-      Η άποψή μου είναι ότι οφείλετε να εγκαταλείψετε τελείως το γραφείο σας και να μη δημιουργείτε ούτε ένα σχέδιο νόμου μέσα σ’ αυτό. Τα σχέδια πρέπει να γίνονται έξω, κοιτάζοντας κατάματα τον πολίτη.
-      Δεν οφείλω τίποτα. Ήρθε η ώρα να τραβήξω “κόκκινη γραμμή” στη συζήτησή μας.
-      “Κόκκινες γραμμές”, δεν έχετε βαρεθεί να χρησιμοποιείτε τετριμμένες φράσεις;
-      Απορρίπτω ό,τι μου λέτε. Απορρίπτω και ό,τι βλέπω γύρω μου. Δεν πρόκειται παρά για μία έκθεση απορριφθέντων.
-      Μου θυμίζετε τους Ιμπρεσιονιστές. Έτσι περιφρονήθηκαν και αυτοί.
-      Οι Ιμπρεσιονιστές ζωγράφιζαν χαρούμενα θέματα. Θάλασσες, λιβάδια, χορούς, θεάματα. Αυτό εννοώ κι εγώ όταν λέω success story. Να δείξουμε στον κόσμο τις θάλασσες μας, τις απέραντες εκτάσεις γης και, γιατί όχι, τις γεμάτες καφετέριες!
-      Ξέρετε το ενδιαφέρον των Ιμπρεσιονιστών βρίσκονταν αλλού, όχι στη θεματολογία. Ήθελαν να περιγράψουν τα χρώματα και να μελετήσουν την επίδραση του ηλιακού φωτός σε αυτά. Ουσιαστικά, θεματικό στοιχείο των έργων τους ήταν το χρώμα.
-      Κι εμένα το ίδιο. Θεματικό στοιχείο των έργων μου είναι το χρήμα.
-      Το χρώμα είπα.
-      Γιατί εγώ τι είπα; Χρώμα είπα.
-      Κοιτάξτε με στα μάτια και πείτε μου ότι είπατε χρώμα.
-      Κοιτάζω αλλού για να μη γελάσω!

Ο διάλογος δίνει την εντύπωση της ειρωνείας, ωστόσο η ερμηνεία του αναδεικνύει την ανάγκη ύπαρξης ενός κινήματος που μπορεί να οδηγήσει τόσο τους πολιτικούς στην επιτυχία όσο και τους πολίτες στην ελευθερία και τη δύναμη. Είναι το κίνημα που:
·         Δεν χρησιμοποιείται από τους πολιτικούς για να εκφράσουν (εξυπηρετήσουν) τα δικά τους συμφέροντα, αλλά καταφέρνουν να μεταφέρουν τα συμφέροντα στους πολίτες.
·         Μελετά τον τρόπο με τον οποίο τα γεγονότα μεταβάλλουν την καθημερινότητα του ανθρώπου και δεν στηρίζεται μόνο σε οποιεσδήποτε λογικές και δήθεν επιστημονικές έρευνες.
·         Δεν διαθέτει πολιτικά γραφεία, δεν είναι δυνατό να βιώνει κάποιος την κοινωνία μέσα από το γραφείο. Οι πολιτικοί βρίσκονται στα σχολεία, στα νοσοκομεία, στις γειτονιές… παντού γύρω μας, για τα καθημερινά προβλήματα που περιμένουν την επίλυσή τους. Βέβαια αυτό απαιτεί αλλαγή στις συνήθειες. “Τα ρουσφέτια”, “οι χάρες”, “τα προεκλογικά τηλεφωνήματα και θα”, τα παλιά σκιάχτρα δηλαδή πρέπει να παραγκωνιστούν.

Φυσικά όλα τα παραπάνω δεν γίνονται από τη μία μέρα στην άλλη, αλλά όπως συμβαίνει με τα κινήματα στην ιστορία της τέχνης, οι συνθήκες κάθε εποχής είναι αυτές που προετοιμάζουν το έδαφος για την επικράτηση του εκάστοτε ρεύματος. Ελπίζω οι σημερινές συνθήκες να οδηγήσουν σε έναν Ιμπρεσιονισμό. Ίσως αυτός κρύβεται στα ψιλά γράμματα όσων διαβάζουμε, που όσο περνάει ο καιρός γίνονται περισσότερα και κάποια στιγμή θα φέρουν την επανάσταση!



Πηγές:
Gombrich, E. H. (1998). Το Χρονικό της Τέχνης. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.

Graber, C. & Guillou, J.F. (1992). Οι Ιμπρεσιονιστές. Αθήνα: Εκδόσεις Γκοβόστη.

Λαμπράκη-Πλάκα, Μ. (2002). Εισαγωγή στη μοντέρνα τέχνη. Σημειώσεις ιστορίας της τέχνης. Αθήνα: Αδάμ - Πέργαμος.

15 Νοεμβρίου 2013

Κινηματογραφική Θεσσαλονίκη


Όταν ταξιδεύεις από μικρός και θυμάσαι, μεγαλώνοντας, τα μέρη που έχεις επισκεφθεί, οι μνήμες πλημμυρίζουν περισσότερο με νοσταλγία, παρά με τις πραγματικές εικόνες που έχεις αντικρίσει. Προσωπικά, θυμάμαι πιο πολύ εκείνες τις επισκέψεις και ιδιαίτερα εκείνες τις στιγμές που αιχμαλώτισε ο φακός της φωτογραφικής μου μηχανής. Γιατί εκείνες οι στιγμές μπορούσαν να παρουσιαστούν μπροστά μου, ξανά και ξανά, κάθε φορά που το επιθυμούσα, σκιάζοντας οτιδήποτε δεν προβαλλόταν για δεύτερη φορά. Κι όταν από ένα ταξίδι δεν υπάρχουν εικόνες για να ανατρέξω, νιώθω την ανάγκη της δεύτερης ευκαιρίας. Ώστε να αρπάξω καθετί που δίνει νόημα στον τόπο, να συγκεντρώσω τις εικόνες που θα αποτυπωθούν και δεν θα ξαναφύγουν.

Μία από αυτές τις περιπτώσεις είναι η Θεσσαλονίκη. Αν και την έχω επισκεφθεί στο αρκετά μακρινό παρελθόν, ωστόσο δεν θυμόμουν σχεδόν τίποτα. Δύο-τρία σημεία και αυτά σα να τα έχουν ζήσει άλλοι. Αυτή τη φορά, το ταξίδι στη συμπρωτεύουσα εδραιώθηκε στο μυαλό μου για τα καλά, κι ο λόγος δεν ήταν μόνο ο δικός μου φωτογραφικός φακός, αλλά ο συνδυασμός του με το 54ο Φεστιβάλ Κινημάτογράφου Θεσσαλονίκης.

Σε αυτό το Φεστιβάλ ανακάλυψα ότι ο θεατής δεν αποτελεί απλά μία μονάδα ενός παθητικού κοινού. Γιατί ο θεατής δεν καλείται απλώς να παρακολουθήσει μία προβολή, αλλά με τη συμμετοχή του αισθάνεται ότι παίρνει μέρος σε μία διαδικασία που της δίνει ζωή, κι αυτή με τη σειρά της τον τρέφει. Πρόκειται για μία αμφίδρομη σχέση. Ο κάθε θεατής μπορεί να δει όσες ταινίες αντέχει (οικονομικά, αλλά και σωματικά). Η διαδικασία στην οποία μπαίνει, προκειμένου να επιλέξει μία ταινία (ανάμεσα σε πολλές ταινίες, που προβάλλονται σε διαφορετικές αίθουσες, διαφορετικές μέρες και ώρες), είναι αποτέλεσμα ανάγνωσης, συζήτησης και κριτικής. Πρόκειται για ενέργειες στις οποίες επιστρέφει ακόμα και στο τέλος κάθε προβολής. Η ανάγνωση της υπόθεσης, γίνεται ανάγνωση συμπερασμάτων. Η συζήτηση προτάσεων από τους άλλους, γίνεται συζήτηση προτάσεων στους άλλους. Η κριτική των κριτών, γίνεται κριτική του κοινού, καθώς του δίνεται η δυνατότητα της ψήφου.

Οι sold out προβολές, οι ουρές στα εκδοτήρια των εισιτηρίων, τα πηγαδάκια και η αναγκαιότητα-δυνατότητα του σχολιασμού δημιουργούν μία εθιστική σχέση. Ο θεατής έχει ανάγκη να δει μία ακόμα ιστορία, που θα του μιλήσει, θα τον διδάξει, θα τον ταρακουνήσει, θα τον συγκινήσει, θα του αποκαλύψει τα κρυφά νοήματα. Θα του αποκαλύψει τα κρυφά μηνύματα; Η συζήτηση με τους σκηνοθέτες στο τέλος μίας προβολής αποκαλύπτει όχι τόσο τα μηνύματα του δημιουργού, όσο εκείνες τις σκέψεις που δημιουργήθηκαν στο μυαλό του θεατή, ακόμα κι αν αυτές είναι διαφορετικές. Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης της ταινίας Καληνύχτα, Sean H.A. Gallagher, σε μία συζήτηση που είχε με το κοινό, όταν ρωτήθηκε για το τέλος της ταινίας, απάντησε ότι αφήνει τον καθένα να επιλέξει αυτό που του ταιριάζει καλύτερα. Αυτοί οι διάλογοι που πραγματοποιούνται μέσα στην αίθουσα ενδυναμώνουν το κοινό. Τουλάχιστον έτσι ένιωσα εγώ. Βγαίνοντας από την αίθουσα, αισθάνθηκα ότι γνωρίζω περισσότερα, όχι επειδή “έκλεψα” κάτι από τη σκέψη του δημιουργού, αλλά γιατί ο ίδιος μου έδωσε το δικαίωμα να έχω τη δική μου άποψη. Για μένα είναι σημαντικό να γνωρίζω τους λόγους για τους οποίους εκφράζεται ένας καλλιτέχνης, όμως η ενεργοποίηση της σκέψης του θεατή και η ανάγκη του να συζητήσει τη σημασία των εικόνων και των ήχων είναι ίσως πολυτιμότερη.

Σε αυτό το ταξίδι, άλλοτε παρακολουθούσα το φακό του κάθε σκηνοθέτη κι άλλοτε κρατούσα το φακό του δικού μου φιλμ. Το παρελθόν εναλλάσσονταν με το παρόν κάθε στιγμή. Η εποχή που διαδραματίζονταν η κάθε ταινία και οι μετέπειτα διάλογοι, που την αφορούσαν, λειτουργούσαν κατ’ αντιστοιχία με τις επισκέψεις μου στις παλιές γειτονιές και αγορές, τα ιστορικά μνημεία, αλλά και τα παραδοσιακά ζαχαροπλαστεία και τις συζητήσεις γύρω από αυτά.

Τι είδα επομένως στη Θεσσαλονίκη; Είδα τις άλλες ταινίες μέσα στη δική μου, αλλά και τη δική μου ταινία μέσα στις άλλες. Μα πιο πολύ είδα την ανάγκη του ανθρώπου να εκφράζεται, είτε αυτός είναι ο σκηνοθέτης, είτε ο ηθοποιός, είτε ο θεατής, σε μία ατέρμονη εναλλαγή ρόλων. Αυτούς του ρόλους έπαιξα κι εγώ στην προσπάθειά  μου να αποκωδικοποιήσω τα μηνύματα που λάμβανα, αλλά και να κωδικοποιήσω τα δικά μου, ώστε η Θεσσαλονίκη να παραμείνει δέσμια στη μνήμη μου.