15 Δεκεμβρίου 2014

Η επιβίωση ως έργο τέχνης

- Σε εκείνο το σπίτι που θα πάμε, θα έχει θέρμανση, είπα, και χωρίς να το καταλάβω μου ήρθαν στο μυαλό τα λόγια:

«Αν είναι τέχνη δεν είναι για όλους, και αν είναι για όλους δεν είναι τέχνη»
Arnold Schoenberg (1874-1951).

Προσπάθησα να θυμηθώ πώς γνώρισα τον Schoenberg. Η ιστορία έχει ως εξής:

Κάθε έργο τέχνης δεν μπορεί να μιλήσει στην ψυχή όλων των ανθρώπων, ή τουλάχιστον δεν μπορεί να τους αγγίξει όλους με τον ίδιο τρόπο. Διότι το έργο τέχνης ξεκινά από το συναίσθημα στην ψυχή του καλλιτέχνη, και αυτό το συναίσθημα έχει την ικανότητα να ξυπνά παρόμοια συναισθήματα και στον αποδέκτη. Κάπως έτσι όρισε το έργο τέχνης ο ζωγράφος και θεωρητικός της τέχνης Wassily Kandinsky (1866-1944). Ο Kandinsky υποστήριζε ότι το σχήμα και το χρώμα ενεργούν, όπως ακριβώς και ο μουσικός ήχος, απευθείας στην ψυχή. Το μόνο που χρειάζεται είναι το σχήμα και το χρώμα να συντεθούν σε μία μορφή που να εκφράζει ικανοποιητικά το συναίσθημα του καλλιτέχνη και να το μεταβιβάζει σωστά στον θεατή. Δεν είναι απαραίτητο να δοθεί στο σχήμα και στο χρώμα μια όψη υλικότητας, δηλαδή φυσικών αντικειμένων. Τα μεγάλα έργα τέχνης είναι συμφωνικές συνθέσεις, όπου το μελωδικό στοιχείο παίζει ένα σποραδικό και δευτερεύοντα ρόλο. Το βασικό στοιχείο είναι η ισορροπία και η συστηματική κατάταξη των τμημάτων [1].

Ο Kandinsky ζωγράφισε την Πρώτη ανεικονική ακουαρέλα (εικόνα) το 1910. Πρόκειται για ένα έργο πολυσήμαντο που αποδεικνύει ότι δεν είναι απαραίτητη η αναφορά σημάτων της αντικειμενικής πραγματικότητας. Η επικοινωνία δεν στηρίζεται σε έναν κώδικα κοινά παραδεκτό, αλλά η συγκίνηση αποτελεί την αόρατη γέφυρα που αποκαθιστά την επικοινωνία ανάμεσα στον δέκτη και τον δημιουργό δια μέσου του έργου τέχνης. Με τη συγκίνηση ο δέκτης μπορεί να διεισδύσει μέσα στο έργο τέχνης ως το σημείο να ταυτιστεί μαζί του [2].

Ο Kandinsky είναι ένας από τους ανιχνευτές της αφηρημένης ζωγραφικής και ένας από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες που δημιούργησε μια “τέχνη χωρίς αντικείμενο”. Ωστόσο, ο Ισπανός φιλόσοφος Jose Ortega y Gasset (1883-1955) ισχυρίστηκε ότι αυτή είναι κατ’ εξοχήν μια “καλλιτεχνική τέχνη”, δηλαδή μια τέχνη που όχι μόνο φτιάχνεται από καλλιτέχνες αλλά και απευθύνεται μόνο σ’ αυτούς. Το κοινό απωθείται, σχεδόν παρά τη θέλησή του, από ένα φαινόμενο που δεν μπορεί να κατανοηθεί λόγω της παραίτησης του καλλιτέχνη από την “προβληματική του ανθρώπου”, στο όνομα της συνεχούς έρευνας των ιδιαίτερων νόμων που άπτονται του αισθητικού αντικειμένου. Αυτή η διαπίστωση λειτουργεί σε βάρος των μοντέρνων καλλιτεχνών, όμως αν εξετάσουμε τα έργα και τα θεωρητικά συγγράμματά τους, θα δούμε ότι οι οπαδοί της αφηρημένης τέχνης δεν παραιτήθηκαν από το να διερωτώνται πάνω στην πραγματικότητα, αλλά αντίθετα, η πραγματικότητα προβάλλεται στη σκέψη τους σαν μια ουσιαστική προβληματική [3].

Στο βιβλίο του Για το Πνευματικό στην Τέχνη, ο Kandinsky αναφερόμενος στην εσωτερική αξία και της σύγχρονης μουσικής, όπως αυτής των Claude Debussy και Arnold Schoenberg, λέει ότι ο ακροατής αισθάνεται συχνά προσβεβλημένος, γιατί εκσφενδονίζεται σαν μία μπάλα του τένις πάνω από το δίκτυ εκείνο που χωρίζει την παράταξη του εξωτερικά “ωραίου” και εκείνη του εσωτερικά “ωραίου”. Σ’ αυτόν που δεν το έχει συνηθίσει, εμφανίζεται το εσωτερικά ωραίο σαν άσχημο, επειδή ο άνθρωπος κλίνει γενικά στο εξωτερικό στοιχείο και δεν αναγνωρίζει με ευχαρίστηση την εσωτερική αναγκαιότητα. Ο Kandinsky υποστηρίζει, για παράδειγμα, ότι η μουσική του Schoenberg μάς εισάγει σε ένα νέο βασίλειο όπου τα μουσικά βιώματα είναι καθαρά ψυχικά. Ωστόσο χαρακτηρίζει τον συνθέτη αυτόν ως “αυτοδιαφημιζόμενο”, “απατεώνα” και “ατζαμή”, που αναγνωρίζεται με ενθουσιασμό μόνο από λίγους, καθώς με την πλήρη παραίτηση από το σύνηθες ωραίο, αναγορεύει ιερά όλα τα μέσα που στοχεύουν στην έκφραση του εαυτού του [4].

Εξαιτίας αυτών των θεωρήσεων του Kandinsky οδηγήθηκα στο βιβλίο Style and Idea: Selected Writings of Arnold Schoenberg, όπου συνάντησα το απόφθεγμα του Αυστριακού μουσικού με το οποίο ξεκίνησα το άρθρο, και όπου περιλαμβάνονται γραπτά του Schoenberg για τον εαυτό του και τη μουσική του, καθώς και μελέτες πολλών άλλων συνθετών και θεωρίες σχετικά με την τέχνη και την κοινωνία.

Πριν σχολιάσω τη φράση αυτή, θα ήθελα να δώσω και ορισμένα επιχειρήματα στα οποία ο Schoenberg βασίζει την άποψή του. Λέει, λοιπόν, ο Schoenberg, ότι κανείς δεν πρέπει να ενδίδει σε περιορισμούς άλλους από εκείνους που οφείλονται στα όρια του ταλέντου του. Κανένας βιολιστής δεν θα παίξει, έστω και περιστασιακά, με λάθος τονισμό για να ευχαριστήσει ορισμένα μουσικά γούστα, κανένας ακροβάτης δεν θα κάνει βήματα προς τη λάθος κατεύθυνση μόνο για ευχαρίστηση ή για απήχηση, κανένας σκακιστής δεν θα κάνει κινήσεις που ο καθένας θα μπορούσε να προβλέψει απλά και μόνο για να είναι ευχάριστος (επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο στον αντίπαλό του να κερδίσει), κανένας μαθηματικός δεν θα εφεύρει κάτι νέο στα μαθηματικά μόνο και μόνο για να κολακεύσει τις μάζες που δεν διαθέτουν το συγκεκριμένο μαθηματικό τρόπο σκέψης, και με τον ίδιο τρόπο, κανένας καλλιτέχνης, κανένας ποιητής, κανένας φιλόσοφος και κανένας μουσικός, των οποίων η σκέψη έχει φθάσει στο υψηλότερο σημείο, δεν θα εκφυλιστεί σε χυδαιότητα προκειμένου να συμμορφωθεί με ένα σύνθημα όπως “Τέχνη για Όλους”. Διότι, αν είναι τέχνη δεν είναι για όλους, και αν είναι για όλους δεν είναι τέχνη. Πιο λυπηρή είναι η ενέργεια ορισμένων καλλιτεχνών που αλαζονικά επιθυμούν να πιστεύουν ότι κατεβαίνουν από το ύψος τους, προκειμένου να δώσουν κάποια από τα πλούτη τους στις μάζες. Αυτό είναι υποκρισία… Εκείνος που χρησιμοποιεί πραγματικά το μυαλό του για σκέψη, μπορεί να διακατέχεται μόνο από μία επιθυμία: να επιλύσει το έργο του. Δεν μπορεί να αφήσει τις εξωτερικές συνθήκες να ασκούν επιρροή πάνω στα αποτελέσματα της σκέψης του… Η τέχνη δημιουργείται μόνο για τους δικούς της λόγους… Επειδή υπάρχει μόνο η τέχνη για την τέχνη [5].

Έχω την αίσθηση πως μέσα από το παραπάνω κείμενο, ο Schoenberg προσπαθεί να δικαιολογήσει ή να διαφημίσει τον εαυτό του (“αυτοδιαφημιζόμενος” όπως αναφέρει και ο Kandinsky). Εξηγεί, εμμέσως πλην σαφώς, ότι δημιουργεί τέχνη, επειδή έχοντας φθάσει στο υψηλότερο σημείο σκέψης δεν τον απασχολεί αν θα γίνει αρεστός ή κατανοητός στις μάζες. Όσοι προσπαθούν κάτι τέτοιο είναι λυπηροί, αλαζόνες και υποκριτές. Όμως, ο ίδιος δίνει το παράδειγμα του μαθηματικού για να εξηγήσει το σκεπτικό του. Από αυτό θα μπορούσε να συνεπάγεται ότι τα μαθηματικά είναι τέχνη. Και γενικά τέχνη είναι οτιδήποτε δεν γίνεται αντιληπτό από το σύνολο των ανθρώπων. Ακόμα, ο Schoenberg υποστηρίζει ότι ο καλλιτέχνης δεν επηρεάζεται από τις εξωτερικές συνθήκες. Δηλαδή, ο καλλιτέχνης εκφράζει τα συναισθήματά του, στα οποία δεν επιδρούν εξωτερικοί παράγοντες και ως εκ τούτου, γεννά εξωπραγματικά, φανταστικά και μυστηριώδη έργα, μη κατανοητά από όλους.  Η σκέψη του Schoenberg εκτός από γενικευμένη και απόλυτη είναι μάλλον μπερδεμένη, αλλά τι θα μπορούσα να καταλάβω εγώ, ο “μέσος άνθρωπος”…

Θεωρώ ότι οι απόψεις του Kandinsky έρχονται σε αντίθεση με τις απόψεις του Schoenberg.  Αν δεν είχα διαβάσει το κείμενο του δεύτερου θα έλεγα ότι η αρχική ρήση υποδηλώνει κάτι άλλο: ότι αν είναι τέχνη, δεν είναι για όλους το ίδιο. Δηλαδή ότι ο κάθε αποδέκτης επικοινωνεί και συγκινείται (ή όχι) από ένα έργο τέχνης με διαφορετικό τρόπο. Όμως για τον Schoenberg το εσωτερικά ωραίο (που προκύπτει από την ανώτερη σκέψη) δεν μπορεί να συνυπάρξει με το εξωτερικά ωραίο (που μπορεί να προκύψει από την ευχαρίστηση της μάζας). Ο ίδιος πιστεύει πως δεν μπορεί να υπάρξει Τέχνη για Όλους (αναγράφει το ο με κεφαλαίο), και αναρωτιέμαι: για όλους ως προς τι; Ως προς την πρόσβαση, την αντίληψη, την κατανόηση, την απόλαυση ή την κατοχή του έργου; Κι ένα γεύμα να ετοιμάσει κανείς μπορεί να περιέχει υλικά που να μην είναι απολαυστικά για όλους, αυτό σημαίνει ότι η μαγειρική είναι τέχνη;

Τότε και ο καπιταλισμός είναι καλλιτεχνικό κίνημα, συγκεκριμένα πρόκειται για μία καπιταλιστική τέχνη που δημιουργείται από το κεφάλαιο και εξυπηρετεί μόνο αυτό. Οι ακόλουθοί του υποστηρίζουν δυναμικά το “Όχι για Όλους” και εναντιώνονται σε κάθε σύνθημα όπως “Τροφή για Όλους”, “Στέγη για Όλους”, “Υγεία για Όλους”, “Παιδεία για Όλους”, “Εργασία για Όλους”, “Δικαιοσύνη για Όλους”. Μόνο το  “Wi-Fi για Όλους” κατά λάθος ξεστομίστηκε, αλλά κι αυτό δεν σχεδιάστηκε τελικά. Μου ξέφυγε μια μέρα και είπα ότι θα επισκεφθώ ένα σπίτι που έχει θέρμανση. Μου ήρθε τόσο φυσική αυτή η έκφραση, σα να έλεγα ότι εκείνο το σπίτι έχει έναν πίνακα Kandinsky. Οι καπιταλιστές έχουν αναγάγει την επιβίωση σε έργο τέχνης. Στον καμβά τους σκορπίζουν κινδύνους και καταστροφές με έναν συστηματικό τρόπο. Δεν αφήνουν τις εξωτερικές συνθήκες του μέσου ανθρώπου να ασκούν επιρροή πάνω στα αποτελέσματα της ανώτερης σκέψης τους. Αποκαλούν χυδαίους και υποκριτές εκείνους που αφουγκράζονται τις απαιτήσεις της μάζας. Διακατέχονται μόνο από μία επιθυμία: την διατήρηση της ανωτερότητάς τους. Γι’ αυτούς υπάρχει μόνο το χρήμα για το χρήμα. 

Δεν ξέρω πώς κατέληξα πάλι εδώ. Δεν ξέρω τι τελικά θέλει να πει ο “απατεώνας” Schoenberg. Το σίγουρο είναι πως ο καλλιτέχνης αποτελεί μέρος της κοινωνίας, αντλεί έμπνευση από αυτή, δημιουργεί για αυτή. Το έργο τέχνης είναι ο καθρέφτης της ψυχής του, είναι το αποτέλεσμα των προβληματισμών του, το οποίο προσεγγίζει τον αποδέκτη για να τον βοηθήσει να εξυψώσει και τον δικό του τρόπο σκέψης. Η τέχνη δεν αναζητά το πνεύμα, δίνει πνεύμα. Γι’ αυτό πρέπει να διδάσκεται, προκειμένου να καθοδηγεί τον άνθρωπο και να αναπτερώνει το ηθικό του. Είναι αλαζονεία να λες ότι η τέχνη δεν είναι για όλους. Η τέχνη γεννά πολιτισμό και ο πολιτισμός είναι για όλους.

Ομοίως και η επιβίωση, δεν είναι έργο τέχνης μόνο για μερικούς. Δεν αναλύεται θεωρητικά η ύπαρξη του ανθρώπου σε ανώτερη και κατώτερη, και οι άνθρωποι δεν είναι μάζα, αλλά οντότητες που ανυπομονούν να συγκινηθούν. Από εκείνο το κίνημα που θα λέει “Για Όλους”.


Εικόνα:
Wassily Kandinsky (1910). Η Πρώτη ανεικονική ακουαρέλα (First abstract watercolor). Διαθέσιμη στο <http://www.wassilykandinsky.net/work-28.php>.

Πηγές:
[1]: Ρηντ, Χ. (1978). Ιστορία της μοντέρνας ζωγραφικής. Αθήνα: Υποδομή.

[2]: Λαμπράκη-Πλάκα, Μ. (2002). Εισαγωγή στη μοντέρνα τέχνη: Σημειώσεις ιστορίας της τέχνης. Αθήνα: Εκδόσεις Αδάμ/Πέργαμος.

[3], [4]: Kandinsky, W. (1981). Για το Πνευματικό στην Τέχνη. Αθήνα: Νεφέλη.

[5]: Style and Idea: Selected Writings of Arnold Schoenberg, USA: University of California, σελ. 123-124. Διαθέσιμο στο <http://books.google.gr/books?id=jbXtxJezk5cC&printsec=frontcover&hl=el&source=gbs_ge_summary_r&cad=0#v=onepage&q&f=false>.

19 Νοεμβρίου 2014

Η χρωματική μνήμη

«Οι αγροί είναι πιο πράσινοι στην περιγραφή τους παρά στην πραγματικότητα. Τα άνθη, αν περιγράφονταν με φράσεις που καθορίζονται από τον χώρο της φαντασίας, θα είχαν χρώματα ανεξίτηλα που η ζωή των κυττάρων δεν επιτρέπει» [1].

Με αυτά τα λόγια ο ποιητής και συγγραφέας Φερνάντο Πεσσόα παρουσιάζει με έναν δικό του τρόπο στο «Βιβλίο της Ανησυχίας», στο οποίο υπογράφει ως Μπερνάρντο Σοάρες, την έννοια της χρωματικής μνήμης. Το φαινόμενο αυτό, με το οποίο έχω ασχοληθεί ξανά, αφορά στην αντίληψη του χρώματος ενός αντικειμένου, η οποία επηρεάζεται από την αποθηκευμένη στη μνήμη πληροφορία. Ο κάθε άνθρωπος όταν περιγράφει χρωματικά ένα αντικείμενο δεν αναφέρεται στο πραγματικό χρώμα, αλλά σε εκείνο που έχει αντιληφθεί σε προηγούμενη μάθηση.

Επιπλέον, ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι ο διπλανός του βλέπει ένα ιδιαίτερο χρώμα με τον ίδιο τρόπο που το βλέπει και ο ίδιος. Κανείς δεν μπορεί να βιώσει την “ιδέα” που έχει κάποιος άλλος για ένα χρώμα. Κάθε άτομο έχει στη μνήμη του μία προσωπική “εικόνα” που αντιστοιχεί στο όνομα κάθε χρώματος. Ο ζωγράφος και θεωρητικός της τέχνης Josef Albers παρατήρησε ότι «αν κάποιος λέει κόκκινο και 50 άνθρωποι ακούν, αναμένεται ότι θα υπάρξουν 50 διαφορετικά κόκκινα στο μυαλό τους» [2].

Επομένως, όταν αναφερόμαστε σε ένα αντικείμενο π.χ. ένα μήλο, στο νου μας έρχεται ένα κόκκινο μήλο, που είναι διαφορετικό κόκκινο για τον καθέναν, αν και μήλα υπάρχουν σε διάφορες αποχρώσεις. Ακόμα, υπάρχουν χρώματα, όπως το πράσινο του γρασιδιού ή το μπλε του ουρανού, με τα οποία ο άνθρωπος είναι περισσότερο εξοικειωμένος και έχει δυνατή μνήμη χρώματος. Ωστόσο, σε όλες τις περιπτώσεις η σκέψη πηγαίνει σε κάποιο καθαρό και έντονο χρώμα, που ίσως και να μην το έχουμε δει ποτέ, ή τουλάχιστον δεν έχουμε δει μόνο αυτό, στο θέμα με το οποίο το συνδέουμε. Ο ουρανός δεν είναι πάντα γαλανός. Άλλωστε, ποιο είναι το γαλάζιο χρώμα του και ποια ώρα της μέρας καθορίζει τη χροιά του; Κατά τη διάρκεια ενός 24ώρου κι ανάλογα με τις μετεωρολογικές συνθήκες, ο ουρανός μπορεί να αποκτήσει χρώματα καθόλου αρεστά για την ψυχολογία μας. Αυτό σημαίνει ότι η μνήμη “προτιμά” να συγκεντρώνει εκείνη την πληροφορία που μυθοποιεί το θέμα και η οποία υπερισχύει της πραγματικότητας. Μία βόλτα στην εξοχή ακούγεται υπέροχη, όταν δεν αναφέρεται σε καφέ χωράφια αλλά συνδέεται με καταπράσινα λιβάδια. Γι’ αυτό ο Πεσσόα αρχίζει το παραπάνω κείμενό του γράφοντας: «Για να εκφράσω κάτι, διατηρώ την αρετή του και του αφαιρώ τον τρόμο» [3].

Τι συμβαίνει όμως όταν κάτι είναι άγνωστο; Πώς λειτουργεί τότε η μνήμη; Και τι χρώμα δίνει σε αντικείμενα, γεγονότα, καταστάσεις; Ο Πεσσόα θα απαντούσε: «Συνήθως δίνουμε στις ιδέες μας για το άγνωστο το χρώμα των εννοιών που έχουμε για το γνωστό» [4].

Με αυτή τη φράση απαντάται κι ένα άλλο ερώτημα που μου έχει δημιουργηθεί, σε μία προσπάθεια να αιτιολογήσω τις σκέψεις και τις πράξεις κάποιων (θέλω να πιστεύω λίγων): Ποιος είναι ο λόγος που ένας άνεργος, στον οποίο τάζουν ότι θα πιάσει δουλειά με 200-400 ευρώ, θα συνεχίσει να υποστηρίζει αυτούς που τον οδήγησαν στην ανεργία; Ο λόγος είναι η εξαθλίωση που υφίσταται εξαιτίας της ανεργίας. Ο άνεργος βασανίζεται, και προσπαθεί να ακουμπήσει όπου μπορεί, για να ξεφύγει από τη δυστυχία που βιώνει. Όταν του υπόσχονται εργασία, δίνει σε αυτή τα εξιδανικευμένα χρώματα της προσφοράς έργου. Μπορεί ο ουρανός να είναι γκρι, αλλά δεν βρέχει. Κι αφού δεν βρέχει θα μπορούσε ο ουρανός να είναι γαλανός. Σκέφτεται ότι ίσως τελικά να μην είναι εντελώς γκρι. Κάπου υπάρχει λίγο μπλε. Αυτό το λίγο γίνεται η νέα εμπειρία, η νέα μνήμη, που ο “ωφελούμενος” δεν θα την ξεχάσει και θα ξεχρεώσει τις “οφειλές” του.

«Μ’ αυτές τις μικρές παρανοήσεις γύρω από την πραγματικότητα κατασκευάζουμε τις ελπίδες και τις πεποιθήσεις μας, και ζούμε με κάποια ξεροκόμματα αποκαλώντας τα γλυκίσματα…» [5].

Συνεπώς, ο ουρανός θα είναι πλέον λίγο μπλε, όπως η εργασία γίνεται ημι-απασχόληση. Και αυτό το ψεύτικο είδος θα συνδέεται με την πραγματική έννοια της εργασίας δημιουργώντας μία νέα πραγματικότητα.

Στον αντίποδα των παραπάνω σκέψεων θα μπορούσε να πει κανείς ότι η εξιδανίκευση των χρωμάτων είναι μία αυτόματη λειτουργία της μνήμης, που ενισχύει θετικά την ψυχολογία του ανθρώπινου οργανισμού. Σε δύσκολες καταστάσεις, όπως αυτή της ανεργίας με το μαύρο χρώμα της αβεβαιότητας, οποιοδήποτε χέρι βοήθειας φαντάζει έγχρωμο, γιατί αναπόφευκτα η σύγκριση γίνεται πάντα μεταξύ των δύο καταστάσεων. Κάτι τέτοιο όμως δεν ακυρώνει το συμπέρασμα ότι η νέα πραγματικότητα είναι κατασκευασμένη.
 
Αυτές δεν είναι παρά οι δικές μου σκέψεις της ανησυχίας. Ανησυχώ για εκείνους που μπορούν να αρκεστούν στο λίγο, δημιουργώντας νέες θύμησες στα παιδιά τους. Ανησυχώ για τις νέες πραγματικότητες που γεννιούνται. Ανησυχώ για τα χρώματα, γιατί θέλω να είναι λαμπερά και δυνατά, όχι μόνο στη μνήμη μου, αλλά στον κόσμο γύρω μου. Ανησυχώ, αλλά δεν θα υποταχθώ σε κανέναν που θέλει να ξεθωριάσει τις αποχρώσεις του σύμπαντός μου.


Φωτογραφία: Πατσιαλός Βαγγέλης, http://www.epatsialos.gr/

Πηγές:
[1], [3], [4], [5]:
Σοάρες Μπερνάντο (2004), Το Βιβλίο της Ανησυχίας (Τόμος Α΄), Αθήνα: Εξάντας και <http://www.scribd.com/doc/110059104/Fernando-Pessoa-The-Book-of-Disquiet>.

[2]: Holtzschue, L. (2011). Understanding Color: An Introduction for Designers. USA: John Wiley & Sons, Inc.

31 Οκτωβρίου 2014

Η Μεγαλύτερη Χίμαιρα

Αφιερωμένο στις γυναίκες της διαθεσιμότητας



«Ακουμπισμένη στο παραπέτο της τιμονιέρας κοιτάει το Αιγαίο, που την υποδέχεται με το γαλάζιο φως τ’ ουρανού του, το κυανό φως των κυμάτων του, το άσπρο φως των αφρών του, το κίτρινο φως των νησιών του, το χρυσό φως του ήλιου του. Κοιτάει, κοιτάει με μάτι αχόρταστο. Και συλλογιέται. κι αναπολεί» [1].

Είναι Τετάρτη 08-10-2014, απόγευμα σε έναν αγαπημένο χώρο, γεμάτο χρώματα εξωφύλλων, μυρωδιές τυπωμένων σελίδων και ακούσματα γυναικείων χαμηλόφωνων διαλόγων. Βρίσκομαι στη Βιβλιοθήκη του Δήμου Ηρακλείου Αττικής, καλεσμένη της ξεχωριστής μου φίλης Μαρίας (που έχει την τύχη να εργάζεται σε ένα τόσο μαγευτικό περιβάλλον), προκειμένου να συμμετάσχω στη συνάντηση της Λέσχης Ανάγνωσης της Βιβλιοθήκης. Η ημέρα είναι αφιερωμένη στον Μ. Καραγάτση (πραγματικό όνομα: Δημήτρης Ροδόπουλος, 1908-1960) και η συζήτηση εστιάζεται στο μυθιστόρημά του «Η Μεγάλη Χίμαιρα». Δεδομένου ότι δεν έχω διαβάσει το βιβλίο, παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον την ανάγνωση αποσπασμάτων, τις αναλύσεις και τις σημειολογικές προσεγγίσεις, αλλά και τις σκέψεις των παρευρισκομένων. Συμπτωματικά σήμερα απουσιάζουν οι άντρες της Λέσχης και η συζήτηση πραγματοποιείται μόνο μεταξύ γυναικών. Γυναίκες που αναφέρονται σε όσα αναδύονται από την ψυχή της ηρωίδας, της Μαρίνας, στο λεπτομερές ψυχογράφημα του Καραγάτση. Προκαλεί μεγάλη εντύπωση η ικανότητα του συγγραφέα να κατανοήσει το γυναικείο χαρακτήρα, τον οποίο αγγίζει με τέτοιον τρόπο, που θα έλεγε κανείς ότι το μυαλό που έγραψε αυτό το λογοτέχνημα δεν είναι αντρικό. Ίσως να μην είναι σύμπτωση η απουσία αντρών, αφού μάταια θα προσπαθούσαν να πλησιάσουν τη γυναικεία ψυχοσύνθεση.

Αλλά δεν είναι μόνο το φύλο του συγγραφέα που ξαφνιάζει, καθώς αναλύει την ερωτική συμπεριφορά της γυναίκας με μεγάλη λεπτομέρεια και ειλικρίνεια, είναι και η εποχή που γράφτηκε το βιβλίο. Τη «Μεγάλη Χίμαιρα» έγραψε ο Καραγάτσης το 1936 ως «Η Χίμαιρα», ενώ ως «Μεγάλη Χίμαιρα» εκδόθηκε το 1953. Οι χρονολογίες σχεδόν συμπίπτουν με εκείνες που συνδέονται με τον αγώνα που έδιναν οι γυναίκες στην Ελλάδα, για να μπορέσουν να αποκτήσουν δικαίωμα ψήφου. Ο Καραγάτσης παρουσίασε το δυναμισμό, το πνεύμα και τον ερωτισμό της γυναίκας, σε μία περίοδο που οι Ελληνίδες μάχονταν για ισότητα.

Οι γυναίκες για πρώτη φορά ψήφισαν στις Δημοτικές εκλογές του 1934. Εκλογικό δικαίωμα δεν δόθηκε σε όλες, αλλά μόνο σε όσες είχαν κλείσει τα 30 χρόνια και διέθεταν τουλάχιστον απολυτήριο Δημοτικού. Οι Ελληνίδες ψήφισαν για πρώτη φορά στις Βουλευτικές εκλογές του 1956, γεγονός που αποτέλεσε την απαρχή της εφαρμογής στην πράξη της καθολικής ψηφοφορίας, που είχε κατοχυρωθεί ήδη στο Σύνταγμα του 1864, με την αναγνώριση της ιδιότητας του πολίτη στις γυναίκες, οι οποίες πλέον είχαν κατακτήσει πλήρως το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι [2].

Τα παραπάνω δεν αποτελούν έναν δικό μου συνειρμό. Με αφορμή τη «Μεγάλη Χίμαιρα» συζητήθηκε, στη συνάντηση της Λέσχης, η θέση της γυναίκας στην κοινωνία του ’30. Οι συνειρμοί μου ξεκίνησαν από τη στιγμή που άκουσα τη φράση «εκλέγειν και εκλέγεσθαι».

Λίγες ώρες πριν είχα λάβει ένα mail με θέμα «Μη αποδοχή του δικαιώματος του εκλέγεσθαι στους διαθέσιμους». Το Υπουργείο Παιδείας με το έγγραφο Δ-58/161022/Δ2/7-10-2014 δεν αποδέχεται τους καθηγητές σε διαθεσιμότητα ως υποψήφιους στις εκλογές για τα υπηρεσιακά συμβούλια. Συγκεκριμένα οι εκπαιδευτικοί σε διαθεσιμότητα έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν γιατί «δεν έχουν αποβάλλει την υπαλληλική τους ιδιότητα, οπότε και εξακολουθούν να υπάγονται στο υπηρεσιακό συμβούλιο που υπάγονταν και πριν τεθούν στην κατάσταση αυτή», αλλά δεν έχουν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, «δεδομένου ότι η εκτέλεση των καθηκόντων των αιρετών μελών υπηρεσιακών συμβουλίων αποτελεί εκπλήρωση υπηρεσιακού καθήκοντος και οι εν λόγω υπάλληλοι κατά τη διάρκεια που τελούν σε κατάσταση διαθεσιμότητας ή αργίας, απέχουν από την εκτέλεση οποιονδήποτε καθηκόντων τους, κύριων και παρεπόμενων».

Όλο αυτό το διάστημα που βρίσκομαι σε διαθεσιμότητα (από τον Ιούλιο του 2013) έχω αναρωτηθεί πολλές φορές σχετικά με το τι είμαι. Εκπαιδευτικός, άνεργη, φάντασμα, όμηρος… Ποια είναι η ιδιότητά μου; Αν δεν έχω αποβάλλει την ιδιότητά μου, γιατί δεν την εκτελώ; Ποιος ευθύνεται που βρίσκομαι σπίτι μου, την ώρα που προσλαμβάνονται ωρομίσθιοι για την εκτέλεση των καθηκόντων μου; Αν λάβω υπόψη και το γεγονός ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των εκπαιδευτικών που έχουν τεθεί σε διαθεσιμότητα είναι γυναίκες, μπορώ να φανταστώ ποια είναι η ιδιότητα που μας επιφυλάσσει το Υπουργείο. Άνεργες με μόνιμη εκτέλεση οικιακών καθηκόντων. Εκεί είναι η θέση της γυναίκας στην  Ελλάδα του σήμερα. Γυρίσαμε πολλά χρόνια πίσω, σε εκείνα τα χρόνια που είχαμε κατοχυρωμένα δικαιώματα μόνο στα χαρτιά. Και αφού μας αφαίρεσαν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι (δεν με ενδιέφερε προσωπικά, αλλά την περασμένη χρονιά γιατί το είχα;), του χρόνου δεν θα έχουμε ούτε του εκλέγειν, καθώς θα έχουμε αποβάλλει την υπαλληλική μας ιδιότητα. Διότι πιστεύω ότι δεν θα τοποθετηθούμε πουθενά.

Μερικές μέρες μετά τη Λέσχη Ανάγνωσης επισκέφθηκα τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πάτρας για να δανειστώ τη «Μεγάλη Χίμαιρα». Στην είσοδο, σε ειδική φόρμα συμπλήρωσα τα στοιχεία μου, και στην ιδιότητα έγραψα Εκπαιδευτικός, όπως νιώθω κι όπως άλλωστε έχω κάνει την εγγραφή μου. Κατά την έξοδό μου όμως, όταν η υπεύθυνη συμπλήρωνε τα στοιχεία δανεισμού του βιβλίου, πιθανόν βλέποντας στον υπολογιστή την ιδιότητά μου, με ρώτησε: «Που δουλεύετε;» «Δυστυχώς είμαι σε διαθεσιμότητα», απάντησα. Μια απάντηση που έχω δώσει αμέτρητες φορές 16 μήνες που βρίσκομαι σε αυτή τη θέση, για την οποία δεν ευθύνομαι εγώ.

Μέσα σε μία μέρα “ρούφηξα” τις σελίδες της «Μεγάλης Χίμαιρας». Το φως χρωματίζει την ποιητική γραφή του Καραγάτση, το οποίο άλλοτε αναδεικνύει τη φύση κι άλλοτε γίνεται ανυπόφορο ως κάτι βαρύ και υλικό. Ο συγγραφέας ξεδιπλώνει μία ιστορία γεμάτη έρωτα, που ξεκινά συγκρατημένα αισιόδοξα για να καταλήξει στην αυτοκαταστροφή της ηρωίδας. «…κι όλα τελειώνουν άχρωμα σε συνέπειες, ενώ είχαν αρχίσει με γεγονότα γεμάτα χρώματα δυνατά» [3].

Πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο έχουν η μοίρα και το ριζικό, και φυσικά η λέξη χίμαιρα. Η χίμαιρα είναι ένα τέρας που εξέπνεε φωτιά, με σώμα κατσίκας, κεφάλι λιονταριού και ουρά που κατέληγε σε κεφάλι φιδιού, μεταφορικά όμως αποτελεί προϊόν της φαντασίας, επιθυμία που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Στη Βιολογία χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάθε οργανισμό ή ιστό που έχει προκύψει από το συνδυασμό δύο ή περισσοτέρων τύπων κυττάρων με άλλη γενετική προέλευση [4].

Στις σελίδες του Καραγάτση, η χίμαιρα χρησιμοποιείται ως όνομα, ως έννοια, ως μεταφορά, ως εικόνα και τελικά ως εκείνο το τέρας-πόθος που φώλιασε στην ψυχή της Μαρίνας με αποτέλεσμα τις καταστροφικές συνέπειες. Αναπόφευκτα μου έρχεται στο νου η σημερινή χίμαιρα που παρουσιάζεται στην εικόνα της Κυβέρνησης, αφού αποτελεί ένα τέρας με ασυνάρτητα στοιχεία ενωμένα μεταξύ τους. Κάτι μου θυμίζουν οι “λεονταρισμοί” και το “αυγό του φιδιού”, ενώ την κατσίκα θα την αφιέρωνα στη συγκυβέρνηση.

Από την άλλη, οι εκπαιδευτικοί σε διαθεσιμότητα μοιάζουμε να “κυνηγάμε χίμαιρες”! Αναμένουμε «το ασύλληπτο, το ανέφικτο» [5]. Κανείς δεν ξέρει τι μας επιφυλάσσει η αυριανή μέρα, κανείς δεν ξέρει γιατί έχουν συμβεί όσα έχουν ζήσει κυρίως οι γυναίκες, στις οποίες αφαίρεσαν το δικαίωμα της εργασίας, αλλά και της μητρότητας. Γιατί η διαθεσιμότητα είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο τη μείωση των γεννήσεων, αλλά το ψυχολογικό σοκ οδήγησε και σε ακούσιες αποβολές. Εγκληματικές ενέργειες κυβερνώντων για τις οποίες δεν πρέπει να μιλάμε, διότι είναι λαϊκισμός, αντίστοιχος με το ταμπού των απολαύσεων της Μαρίνας που καταγράφει ο Καραγάτσης εκείνη την εποχή. Όχι, οι γυναίκες δεν πρέπει να μιλούν, αλλά να περιμένουν καρτερικά το ριζικό τους, που το ορίζει μία ανώτερη δύναμη, η οποία δεν είναι άλλη από την Κυβέρνηση. Ένα ριζικό με παιδιά που δεν γεννήθηκαν και δεν θα γεννηθούν, γιατί οι άρχοντές μας «θεοποίησαν την οικονομική τους δύναμη και κανόνισαν πάνω σ’ αυτή τις ηθικές αξίες της ζωής» [6].

Στα καλύτερα και πιο δημιουργικά μας χρόνια, αντί να προσφέρουμε τις γνώσεις μας με πάθος στους μαθητές μας, αντί να υποστηρίζει η πολιτεία την οικογένεια, περιμένουμε το άγνωστο με βάρκα την ελπίδα, ή μάλλον το καράβι “Χίμαιρα”. Και νομίζουμε ότι αυτή η Χίμαιρα θα μας σώσει, αλλά στην πραγματικότητα είναι αυτή που μας καταστρέφει.

«Ο κατάδικος που του λες ότι θα μείνει πέντε ή δέκα χρόνια φυλακή, το παίρνει απόφαση, κάνει το λογαριασμό του. Όταν όμως του πεις: δεν ξέρω πόσο θα μείνεις εδώ μέσα. ίσως ένα μήνα, ίσως δέκα χρόνια, τότε τον βάζεις στη σκληρή δοκιμασία της αδημονίας. Μήπως είμαι υπερβολική να παρομοιάζω τον εαυτό μου με κατάδικο;» [7]

Δεν ξέρω πόσο θα μείνω σε διαθεσιμότητα. Ξέρω όμως ότι το δικό μου πάθος σχετίζεται με τη ζωή, και το μόνο σίγουρο είναι ότι η Χίμαιρα-Κυβέρνηση θα γκρεμοτσακιστεί.



Πηγές:

[1], [3], [5], [6], [7]: Καραγάτσης, Μ. (1991). Η Μεγάλη Χίμαιρα. Αθήνα: Εκδόσεις Εστία. Σελ. 10, 76, 35, 76, 172 αντίστοιχα.

[2]: http://www.sansimera.gr/articles/8

[4]: Μπαμπινιώτης, Γ. (1998). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Εικόνα: Ο Βελλεροφόντης, ο Πήγασος και η μάχη με τη Χίμαιρα. Μελανόμορφη κεραμική του 560-550 π.Χ. Αρχαιολογικό Μουσείο Λούβρου. http://www.ktdrus.gr/index.files/Lycians_and_Rhodians.html


15 Οκτωβρίου 2014

Ποιος "αμελεί" το δημόσιο συμφέρον;

Εικόνα 1

Τα συμπληρωματικά χρώματα (που βρίσκονται στις ακριβώς απέναντι θέσεις στον κύκλο των χρωμάτων - εικ. 2), όταν τοποθετούνται το ένα δίπλα στο άλλο, ενδυναμώνονται μέχρι τη μεγαλύτερη φωτεινότητα και φαίνονται πιο ζωηρά, λαμπερά και εντυπωσιακά. Τα βασικά συμπληρωματικά ζεύγη του χρωματικού κύκλου είναι το κόκκινο με το πράσινο, το κίτρινο με το βιολέ και το μπλε με το πορτοκαλί.

Εικόνα 2: Ο χρωματικός κύκλος του Ίττεν

Τα συμπληρωματικά χρωματικά σχήματα προσφέρουν δυναμικές αντιθέσεις σε μία σύνθεση, όπως μπορούμε να παρατηρήσουμε στην αφίσα της γαλλικής ρομαντικής κομεντί Amelie (2001) (εικ. 3).

Εικόνα 3

Ο σκηνοθέτης Jean-Pierre Jeunet χρησιμοποιεί το συμπληρωματικό χρωματικό σχήμα «κόκκινο-πράσινο» στη σκηνογραφία και την ενδυματολογία καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, ενώ επιλέγει και το κίτρινο ως τρίτο βασικό χρώμα. Τα θερμά χρώματα του κόκκινου και των διαφορετικών αποχρώσεων κίτρινου δημιουργούν μια ζεστή ατμόσφαιρα και τον ονειρικό κόσμο της Amelie. Το πράσινο έρχεται να συμπληρώσει το κορεσμένο κόκκινο και να προσδώσει ζωτικότητα στην εικόνα, αλλά και άνεση στη ματιά του θεατή. Όταν σε μία σκηνή επικρατεί στο περιβάλλον το πράσινο χρώμα, η Amelie είναι ντυμένη στα κόκκινα (εικ. 4), και όταν το κόκκινο είναι το χρώμα του περιβάλλοντος, η ηρωίδα φορά πράσινα (εικ. 5). Σε κάθε περίπτωση το ένα χρώμα μετριάζει την υπερβολή του επικρατέστερου (σε ποσότητα), και μέσα από μία εναρμονισμένη σχέση, το βλέμμα του θεατή κατευθύνεται στην Amelie, η οποία λόγω του χρώματος ξεκολλά-ξεχωρίζει από το φόντο.

Εικόνα 4

Εικόνα 5

Επιπλέον, τα δύο χρώματα δεν χρησιμοποιούνται μόνο για τον διακοσμητικό και τον σκηνοθετικά λειτουργικό τους ρόλο, αλλά και για τον συμβολικό. Το κόκκινο αντιπροσωπεύει τη ζεστασιά, το πάθος, την ενέργεια και την αγάπη, ενώ το πράσινο, το οποίο είναι το χρώμα της φύσης, συμβολίζει την ελπίδα. Επομένως τα χρώματα αυτά αντανακλούν τη ζωή και τη διάθεση της πρωταγωνίστριας.

Στα χρώματα μπορεί να αποδοθεί ένα πλήθος σημασιών, και οι ερμηνείες σχετίζονται σημαντικά με τον πολιτισμό. Για παράδειγμα, στους Ανατολικούς λαούς το κόκκινο είναι το χρώμα που φορούν οι νύφες, και για τους ανθρώπους της ερήμου το πράσινο δεν είναι το χρώμα της φύσης. Ωστόσο, υπάρχουν πολύ λίγες περιστάσεις όπου τα χρώματα, οργανωμένα σε ένα μήνυμα, σημαίνουν μόνο την κυριολεκτική (δηλαδή, σχεδόν οικουμενικά ομόφωνη) σημασία τους. Κάτι τέτοιο συμβαίνει στα σήματα οδικής κυκλοφορίας, π.χ. στην πινακίδα STOP.

 Εικόνα 6

Ο άνθρωπος είναι εκπαιδευμένος να συνδέει την πινακίδα STOP (εικ. 6) με το κόκκινο χρώμα, που επισημαίνει τον κίνδυνο. Τις περισσότερες φορές μία πράσινη πινακίδα προειδοποίησης για κίνδυνο θα πρόβαλε λάθος μήνυμα και θα αποπροσανατόλιζε την ανάλογη συμπεριφορά μας, γιατί τα διάφορα τμήματα του εγκεφάλου λαμβάνουν αντιφατικές πληροφορίες την ίδια στιγμή, με αποτέλεσμα να συμβαίνει μία καθυστέρηση στην κατανόηση. Το πράσινο ούτε αισθητικά υποδηλώνει κατάσταση εγρήγορσης, ούτε είμαστε κοινωνικά εκπαιδευμένοι να το συνδέουμε με την ένταση της προσοχής ή τον κίνδυνο.

Το κόκκινο έχει υψηλό δείκτη ορατότητας και έλκει την προσοχή. Σε περιπτώσεις μάλιστα όπου πίσω από μία πινακίδα απαγόρευσης ή προσοχής υπάρχουν δέντρα, και γενικότερα επικρατεί στο φόντο το πράσινο χρώμα (εικ. 1), το κόκκινο αποκτά περισσότερη ζωντάνια για τους λόγους που εξηγήθηκαν παραπάνω. Στην εικόνα 1 το κόκκινο είναι εμφανές μόνο στο κάτω μέρος, όπου φαίνεται η οροφή ενός αυτοκινήτου. Παρατηρώντας προσεχτικά την πινακίδα STOP διαπιστώνουμε ότι η όψη που βλέπουμε είναι η μπροστινή. Προφανώς έχει αποχρωματιστεί από τον ήλιο ύστερα από πολλά χρόνια που στέκει στη θέση αυτή, και μετά βίας διακρίνεται η λέξη STOP μέσα στο ανοιχτό γκρι. Αυτό σημαίνει ότι η πινακίδα δεν στέλνει τα σωστά σήματα επικοινωνίας και οι οδηγοί δεν προλαβαίνουν να αποκωδικοποιήσουν τα μηνύματα εγκαίρως (που δίνονται μόνο από το οκταγωνικό σχήμα, καθώς απουσιάζουν το χρωματικό και το λεκτικό μήνυμα). Τέτοια σήματα συναντάμε συχνά στους δρόμους (η συγκεκριμένη φωτογραφία τραβήχτηκε στο Νέο Ηράκλειο Αττικής). Ποιος έχει την ευθύνη; Η Τροχαία; Ο Δήμος; Το Κράτος (γενικά και αόριστα); Σε ένα τροχαίο που θα προκληθεί από οδηγό ο οποίος δεν πρόσεξε τη σήμανση, για τις ασφαλιστικές την ευθύνη θα έχει ο οδηγός που πέρασε το STOP, γιατί σύμφωνα με τον ΚΟΚ ο οδηγός πρέπει να σταματήσει στο STOP. Όμως, σε ποιο STOP;

Κατά την άποψή μου η συγκεκριμένη πινακίδα δεν αποτελεί σήμανση. Το χρώμα παίζει κυρίαρχο ρόλο στο μήνυμα. Οι φθαρμένες πινακίδες πρέπει να αντικαθίστανται, γιατί δεν λειτουργούν προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος. Το μόνο που λειτουργεί είναι η θυσία των πολιτών (στους δρόμους). Ομοίως, πρέπει να αντικαθίστανται και οι (διε)φθαρμένοι κυβερνώντες που προκαλούν τις θυσίες του ελληνικού λαού. Ο πρωθυπουργός αναγνωρίζει ότι οι θυσίες αυτές είναι απίστευτες, αλλά ο ίδιος πρέπει να κοιτάζει το μέλλον, τις αγορές, την ανάπτυξη. Μόνο που το μέλλον, έτσι όπως τα έχει καταφέρει, είναι εντελώς άχρωμο, γιατί προς όφελος των αγορών αμελεί τον άνθρωπο. 

30 Σεπτεμβρίου 2014

Edge of Tomorrow

Είναι μία από εκείνες τις στιγμές που δεν αντέχεις την πραγματικότητα, γιατί δεν μοιάζει φυσιολογική και δεν τη χωράει ο νους. Στενοχωριέσαι, και το μόνο που θες είναι να μην σκέφτεσαι. Δεν επιλέγεις τη βόλτα γιατί φοβάσαι ότι θα εγκλωβιστείς σε σκέψεις, και δεν επιθυμείς να βρεθείς με φίλους γιατί δεν θες να συζητήσεις, αλλά προτιμάς να ξεχαστείς βλέποντας μία ταινία.   

Μία από αυτές τις στιγμές λοιπόν θεωρώ ότι είναι καλύτερο να παρακολουθήσω ένα φιλμ επιστημονικής φαντασίας, με εξωγήινους κατά προτίμηση, που θα με κάνουν να ξανασκεφτώ τα γήινα ως λογικά. Δεν είμαι φαν του είδους, αλλά έχοντας διαβάσει πολύ καλές κριτικές για την ταινία «Edge of Tomorrow» («Στα όρια του αύριο» - 2014), αποφασίζω να περάσω αυτό το βράδυ, μετά τα απίστευτα νέα που μόλις έμαθα, βυθισμένη σε εικόνες δράσης και φαντασίας.

Η ιστορία αφορά μία εξωγήινη φυλή που έχει καταλάβει τη γη και επιτίθεται στους ανθρώπους χωρίς να μπορεί να νικηθεί. Ο William Cage (Tom Cruise), αξιωματικός του στρατού που δεν έχει βρεθεί ποτέ σε μάχη, στέλνεται να συμμετάσχει χωρίς τη θέλησή του σε αποστολή με ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας, η οποία μοιάζει περισσότερο με αποστολή αυτοκτονίας. Σκοτώνεται μέσα σε λίγα λεπτά και αρχίζει να ζει, να πολεμά και να πεθαίνει ξανά και ξανά. Κάθε φορά όμως αντιμετωπίζει τους αντιπάλους με αυξημένες ικανότητες. Με τη βοήθεια της Rita Vrataski (Emily Blunt), που ανήκει στις Ειδικές Δυνάμεις, κάθε επαναλαμβανόμενη προσπάθεια είναι και ένα βήμα πιο κοντά στην εξόντωση του εχθρού.

Ο σκηνοθέτης Doug Liman καταφέρνει και κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή. Η επιστροφή του ήρωα στην ίδια μέρα δεν γίνεται καθόλου κουραστική, αντίθετα, λειτουργεί επεξηγηματικά, προσθέτοντας ένα επιπλέον στοιχείο στην πλοκή. Η ίδια μέρα δίνεται από διαφορετικές οπτικές γωνίες, και κάθε φορά που ένα νέο δεδομένο γίνεται αντιληπτό για τον ήρωα, αυτό γίνεται ταυτόχρονα αντιληπτό και για τον θεατή. Το σενάριο, που βασίζεται στην Ιαπωνική νουβέλα «All You Need is Kill» του Hiroshi Sakurazaka, είναι πανέξυπνο και θυμίζει τη «Groundhog Day» («Μέρα της Μαρμότας» - 1993).

Στη «Μέρα της Μαρμότας» όμως ο εγωκεντρικός πρωταγωνιστής ζει την ίδια μέρα, μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι ο ίδιος θα πρέπει να αλλάξει, να βελτιωθεί και αναπτύσσοντας μια θετική στάση απέναντι στη ζωή, να βρει την ευτυχία. Το θέμα δηλαδή λαμβάνει υπόψη του ότι τα δεδομένα στη ζωή μας δεν αλλάζουν. Αυτό που έχει σημασία είναι πώς θα αλλάξει ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά και πώς θα αντιμετωπίσει θετικά οποιαδήποτε αρνητική κατάσταση. Αλλά το «Edge of Tomorrow» πάει ένα βήμα παραπέρα. Η επανάληψη της μέρας δεν έχει ως στόχο μόνο τη βελτίωση του ήρωα. Απώτερος σκοπός είναι η αλλαγή των δεδομένων της μέρας.

Περιπέτεια, εντυπωσιακά οπτικά εφέ, καλογραμμένοι διάλογοι, χιούμορ είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που εναλλάσσονται (μαζί με την εναλλαγή του χρόνου), και που χρησιμοποιούνται χωρίς υπερβολές και σε σωστές δόσεις. Ο πρωταγωνιστής κάνει την εμφάνισή του ως δειλός αντιήρωας, όπως συμβαίνει σε πολλές ταινίες επιστημονικής φαντασίας, και καταλήγει ήρωας αφού, αναλαμβάνοντας μία ευθύνη απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, αποφασίζει να έρθει αντιμέτωπος με τον εχθρό και επιτυγχάνει να τον εξολοθρεύσει μετά από μία απίστευτη μονομαχία. Αυτό σημαίνει ότι έχει κατορθώσει να αλλάξει την ιστορία. Από ηττημένος σε κατεστραμμένη ανθρωπότητα γίνεται νικητής σε έναν κόσμο με μέλλον.

Θα χαρακτήριζα την ταινία συναρπαστική, η οποία κατάφερε να με απορροφήσει τόσο, ώστε με τους τίτλους τέλους όταν επανήλθα στην πραγματικότητα, θεώρησα τελικά τα όσα είχα δει πιο αληθινά από τα αληθινά γεγονότα. Αλλά τι είναι αυτό που είχε συμβεί πριν από μερικές ώρες; Ανακοινώθηκε στο διαδίκτυο ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε τις προσφυγές εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας Επαγγελματικής Εκπαίδευσης που βρίσκονται σε διαθεσιμότητα, και έκρινε ότι η κατάργηση των ειδικοτήτων τους και των οργανικών θέσεων τους που επέφερε το καθεστώς της διαθεσιμότητας, στηρίζεται σε κριτήρια συνδεόμενα με τις λειτουργικές και οργανικές ανάγκες της διοικήσεως και ως εκ τούτου δεν παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 103 του συντάγματος περί μονιμότητας. Ακόμη, η Ολομέλεια του ΣτΕ, έκρινε, ότι δεν παραβιάζονται οι διατάξεις του Συντάγματος περί ισότητας και αξιοκρατίας καθώς και εκείνες που αναφέρονται στην εκπαίδευση και στην αρχή της αναλογικότητας!

Κάθε μέρα, οι εκπαιδευτικοί που βρισκόμαστε σε διαθεσιμότητα, ζούμε ξανά και ξανά τη δική μας «Μέρα της Μαρμότας». Με την ανακοίνωση του ΣτΕ, την οποία περιμέναμε σαν λύτρωση που όμως δεν ήρθε, επανήλθαν τα συναισθήματα σε εκείνη την ημέρα του Ιουλίου του 2013, όταν χωρίς καμία αιτιολόγηση βρεθήκαμε στην ομηρία που εξακολουθούμε να βιώνουμε, και χωρίς αιτιολόγηση η κατάσταση αυτή θεωρείται Συνταγματική! Στο μεταξύ, για να παρηγορηθούμε, όλοι βάζουμε τα δυνατά μας και προσπαθούμε να δούμε θετικά όσα συμβαίνουν. Όμως αυτό δεν οδηγεί πουθενά.

Το «Edge of Tomorrow» μου έδωσε περισσότερες απαντήσεις. Δοκιμάζω μια νέα ερμηνεία της υπόθεσης: Τα συμφέροντα (πολιτικά, εξουσιαστικά, τραπεζικά, χρηματιστηριακά πείτε τα όπως θέλετε) έχουν καταλάβει τη γη και σκοπεύουν να αφανίσουν την ανθρωπότητα. Τη στιγμή που ο ήρωας πεθαίνει, το αίμα του έρχεται σε επαφή με αίμα συμφερόντων, γεγονός που τον καθιστά ικανό να επαναλαμβάνει τη μέρα του από το ίδιο σημείο και να διορθώνει τα λάθη. Την ίδια ικανότητα όμως έχουν και τα συμφέροντα, αυτή είναι η δύναμή τους, γι’ αυτό και είναι ανίκητα. Ο πρωταγωνιστής μαθαίνει ότι όσες πιο πολλές φορές πεθάνει και άρα όσες πιο πολλές φορές ξαναζήσει την ίδια μέρα, θα έρθει στο μυαλό του μία μνήμη που θα τον βοηθήσει να εκμηδενίσει τον εχθρό. Σα να θέλει να μας πει ότι ο άνθρωπος θα πρέπει να ζήσει πολλές φορές την καταπάτηση των δικαιωμάτων του και της ύπαρξής του, για να καταλάβει τον τρόπο αντιμετώπισης μιας κατάστασης.

Χθες, σήμερα, αύριο, κάθε μέρα καταπατούνται τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματά μας, στο όνομα του δημόσιου συμφέροντος, ενός τέρατος χωρίς ανθρώπινο και κοινωνικό πρόσωπο. Τώρα που το ΣτΕ έβγαλε τη διαθεσιμότητα Συνταγματική, μπορούμε να απευθυνθούμε στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια και όταν θα χάσουμε και εκεί, να απευθυνθούμε στα Εξωγήινα Δικαστήρια. Αλλά ξέχασα, εκεί ζει ο εχθρός. Τελικά μόνο η μνήμη της απάνθρωπης αντιμετώπισής μας θα μας βοηθήσει να εξοντώσουμε αυτό που μας έφτασε σε αυτό το σημείο.