31 Οκτωβρίου 2014

Η Μεγαλύτερη Χίμαιρα

Αφιερωμένο στις γυναίκες της διαθεσιμότητας



«Ακουμπισμένη στο παραπέτο της τιμονιέρας κοιτάει το Αιγαίο, που την υποδέχεται με το γαλάζιο φως τ’ ουρανού του, το κυανό φως των κυμάτων του, το άσπρο φως των αφρών του, το κίτρινο φως των νησιών του, το χρυσό φως του ήλιου του. Κοιτάει, κοιτάει με μάτι αχόρταστο. Και συλλογιέται. κι αναπολεί» [1].

Είναι Τετάρτη 08-10-2014, απόγευμα σε έναν αγαπημένο χώρο, γεμάτο χρώματα εξωφύλλων, μυρωδιές τυπωμένων σελίδων και ακούσματα γυναικείων χαμηλόφωνων διαλόγων. Βρίσκομαι στη Βιβλιοθήκη του Δήμου Ηρακλείου Αττικής, καλεσμένη της ξεχωριστής μου φίλης Μαρίας (που έχει την τύχη να εργάζεται σε ένα τόσο μαγευτικό περιβάλλον), προκειμένου να συμμετάσχω στη συνάντηση της Λέσχης Ανάγνωσης της Βιβλιοθήκης. Η ημέρα είναι αφιερωμένη στον Μ. Καραγάτση (πραγματικό όνομα: Δημήτρης Ροδόπουλος, 1908-1960) και η συζήτηση εστιάζεται στο μυθιστόρημά του «Η Μεγάλη Χίμαιρα». Δεδομένου ότι δεν έχω διαβάσει το βιβλίο, παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον την ανάγνωση αποσπασμάτων, τις αναλύσεις και τις σημειολογικές προσεγγίσεις, αλλά και τις σκέψεις των παρευρισκομένων. Συμπτωματικά σήμερα απουσιάζουν οι άντρες της Λέσχης και η συζήτηση πραγματοποιείται μόνο μεταξύ γυναικών. Γυναίκες που αναφέρονται σε όσα αναδύονται από την ψυχή της ηρωίδας, της Μαρίνας, στο λεπτομερές ψυχογράφημα του Καραγάτση. Προκαλεί μεγάλη εντύπωση η ικανότητα του συγγραφέα να κατανοήσει το γυναικείο χαρακτήρα, τον οποίο αγγίζει με τέτοιον τρόπο, που θα έλεγε κανείς ότι το μυαλό που έγραψε αυτό το λογοτέχνημα δεν είναι αντρικό. Ίσως να μην είναι σύμπτωση η απουσία αντρών, αφού μάταια θα προσπαθούσαν να πλησιάσουν τη γυναικεία ψυχοσύνθεση.

Αλλά δεν είναι μόνο το φύλο του συγγραφέα που ξαφνιάζει, καθώς αναλύει την ερωτική συμπεριφορά της γυναίκας με μεγάλη λεπτομέρεια και ειλικρίνεια, είναι και η εποχή που γράφτηκε το βιβλίο. Τη «Μεγάλη Χίμαιρα» έγραψε ο Καραγάτσης το 1936 ως «Η Χίμαιρα», ενώ ως «Μεγάλη Χίμαιρα» εκδόθηκε το 1953. Οι χρονολογίες σχεδόν συμπίπτουν με εκείνες που συνδέονται με τον αγώνα που έδιναν οι γυναίκες στην Ελλάδα, για να μπορέσουν να αποκτήσουν δικαίωμα ψήφου. Ο Καραγάτσης παρουσίασε το δυναμισμό, το πνεύμα και τον ερωτισμό της γυναίκας, σε μία περίοδο που οι Ελληνίδες μάχονταν για ισότητα.

Οι γυναίκες για πρώτη φορά ψήφισαν στις Δημοτικές εκλογές του 1934. Εκλογικό δικαίωμα δεν δόθηκε σε όλες, αλλά μόνο σε όσες είχαν κλείσει τα 30 χρόνια και διέθεταν τουλάχιστον απολυτήριο Δημοτικού. Οι Ελληνίδες ψήφισαν για πρώτη φορά στις Βουλευτικές εκλογές του 1956, γεγονός που αποτέλεσε την απαρχή της εφαρμογής στην πράξη της καθολικής ψηφοφορίας, που είχε κατοχυρωθεί ήδη στο Σύνταγμα του 1864, με την αναγνώριση της ιδιότητας του πολίτη στις γυναίκες, οι οποίες πλέον είχαν κατακτήσει πλήρως το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι [2].

Τα παραπάνω δεν αποτελούν έναν δικό μου συνειρμό. Με αφορμή τη «Μεγάλη Χίμαιρα» συζητήθηκε, στη συνάντηση της Λέσχης, η θέση της γυναίκας στην κοινωνία του ’30. Οι συνειρμοί μου ξεκίνησαν από τη στιγμή που άκουσα τη φράση «εκλέγειν και εκλέγεσθαι».

Λίγες ώρες πριν είχα λάβει ένα mail με θέμα «Μη αποδοχή του δικαιώματος του εκλέγεσθαι στους διαθέσιμους». Το Υπουργείο Παιδείας με το έγγραφο Δ-58/161022/Δ2/7-10-2014 δεν αποδέχεται τους καθηγητές σε διαθεσιμότητα ως υποψήφιους στις εκλογές για τα υπηρεσιακά συμβούλια. Συγκεκριμένα οι εκπαιδευτικοί σε διαθεσιμότητα έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν γιατί «δεν έχουν αποβάλλει την υπαλληλική τους ιδιότητα, οπότε και εξακολουθούν να υπάγονται στο υπηρεσιακό συμβούλιο που υπάγονταν και πριν τεθούν στην κατάσταση αυτή», αλλά δεν έχουν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, «δεδομένου ότι η εκτέλεση των καθηκόντων των αιρετών μελών υπηρεσιακών συμβουλίων αποτελεί εκπλήρωση υπηρεσιακού καθήκοντος και οι εν λόγω υπάλληλοι κατά τη διάρκεια που τελούν σε κατάσταση διαθεσιμότητας ή αργίας, απέχουν από την εκτέλεση οποιονδήποτε καθηκόντων τους, κύριων και παρεπόμενων».

Όλο αυτό το διάστημα που βρίσκομαι σε διαθεσιμότητα (από τον Ιούλιο του 2013) έχω αναρωτηθεί πολλές φορές σχετικά με το τι είμαι. Εκπαιδευτικός, άνεργη, φάντασμα, όμηρος… Ποια είναι η ιδιότητά μου; Αν δεν έχω αποβάλλει την ιδιότητά μου, γιατί δεν την εκτελώ; Ποιος ευθύνεται που βρίσκομαι σπίτι μου, την ώρα που προσλαμβάνονται ωρομίσθιοι για την εκτέλεση των καθηκόντων μου; Αν λάβω υπόψη και το γεγονός ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των εκπαιδευτικών που έχουν τεθεί σε διαθεσιμότητα είναι γυναίκες, μπορώ να φανταστώ ποια είναι η ιδιότητα που μας επιφυλάσσει το Υπουργείο. Άνεργες με μόνιμη εκτέλεση οικιακών καθηκόντων. Εκεί είναι η θέση της γυναίκας στην  Ελλάδα του σήμερα. Γυρίσαμε πολλά χρόνια πίσω, σε εκείνα τα χρόνια που είχαμε κατοχυρωμένα δικαιώματα μόνο στα χαρτιά. Και αφού μας αφαίρεσαν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι (δεν με ενδιέφερε προσωπικά, αλλά την περασμένη χρονιά γιατί το είχα;), του χρόνου δεν θα έχουμε ούτε του εκλέγειν, καθώς θα έχουμε αποβάλλει την υπαλληλική μας ιδιότητα. Διότι πιστεύω ότι δεν θα τοποθετηθούμε πουθενά.

Μερικές μέρες μετά τη Λέσχη Ανάγνωσης επισκέφθηκα τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πάτρας για να δανειστώ τη «Μεγάλη Χίμαιρα». Στην είσοδο, σε ειδική φόρμα συμπλήρωσα τα στοιχεία μου, και στην ιδιότητα έγραψα Εκπαιδευτικός, όπως νιώθω κι όπως άλλωστε έχω κάνει την εγγραφή μου. Κατά την έξοδό μου όμως, όταν η υπεύθυνη συμπλήρωνε τα στοιχεία δανεισμού του βιβλίου, πιθανόν βλέποντας στον υπολογιστή την ιδιότητά μου, με ρώτησε: «Που δουλεύετε;» «Δυστυχώς είμαι σε διαθεσιμότητα», απάντησα. Μια απάντηση που έχω δώσει αμέτρητες φορές 16 μήνες που βρίσκομαι σε αυτή τη θέση, για την οποία δεν ευθύνομαι εγώ.

Μέσα σε μία μέρα “ρούφηξα” τις σελίδες της «Μεγάλης Χίμαιρας». Το φως χρωματίζει την ποιητική γραφή του Καραγάτση, το οποίο άλλοτε αναδεικνύει τη φύση κι άλλοτε γίνεται ανυπόφορο ως κάτι βαρύ και υλικό. Ο συγγραφέας ξεδιπλώνει μία ιστορία γεμάτη έρωτα, που ξεκινά συγκρατημένα αισιόδοξα για να καταλήξει στην αυτοκαταστροφή της ηρωίδας. «…κι όλα τελειώνουν άχρωμα σε συνέπειες, ενώ είχαν αρχίσει με γεγονότα γεμάτα χρώματα δυνατά» [3].

Πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο έχουν η μοίρα και το ριζικό, και φυσικά η λέξη χίμαιρα. Η χίμαιρα είναι ένα τέρας που εξέπνεε φωτιά, με σώμα κατσίκας, κεφάλι λιονταριού και ουρά που κατέληγε σε κεφάλι φιδιού, μεταφορικά όμως αποτελεί προϊόν της φαντασίας, επιθυμία που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Στη Βιολογία χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάθε οργανισμό ή ιστό που έχει προκύψει από το συνδυασμό δύο ή περισσοτέρων τύπων κυττάρων με άλλη γενετική προέλευση [4].

Στις σελίδες του Καραγάτση, η χίμαιρα χρησιμοποιείται ως όνομα, ως έννοια, ως μεταφορά, ως εικόνα και τελικά ως εκείνο το τέρας-πόθος που φώλιασε στην ψυχή της Μαρίνας με αποτέλεσμα τις καταστροφικές συνέπειες. Αναπόφευκτα μου έρχεται στο νου η σημερινή χίμαιρα που παρουσιάζεται στην εικόνα της Κυβέρνησης, αφού αποτελεί ένα τέρας με ασυνάρτητα στοιχεία ενωμένα μεταξύ τους. Κάτι μου θυμίζουν οι “λεονταρισμοί” και το “αυγό του φιδιού”, ενώ την κατσίκα θα την αφιέρωνα στη συγκυβέρνηση.

Από την άλλη, οι εκπαιδευτικοί σε διαθεσιμότητα μοιάζουμε να “κυνηγάμε χίμαιρες”! Αναμένουμε «το ασύλληπτο, το ανέφικτο» [5]. Κανείς δεν ξέρει τι μας επιφυλάσσει η αυριανή μέρα, κανείς δεν ξέρει γιατί έχουν συμβεί όσα έχουν ζήσει κυρίως οι γυναίκες, στις οποίες αφαίρεσαν το δικαίωμα της εργασίας, αλλά και της μητρότητας. Γιατί η διαθεσιμότητα είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο τη μείωση των γεννήσεων, αλλά το ψυχολογικό σοκ οδήγησε και σε ακούσιες αποβολές. Εγκληματικές ενέργειες κυβερνώντων για τις οποίες δεν πρέπει να μιλάμε, διότι είναι λαϊκισμός, αντίστοιχος με το ταμπού των απολαύσεων της Μαρίνας που καταγράφει ο Καραγάτσης εκείνη την εποχή. Όχι, οι γυναίκες δεν πρέπει να μιλούν, αλλά να περιμένουν καρτερικά το ριζικό τους, που το ορίζει μία ανώτερη δύναμη, η οποία δεν είναι άλλη από την Κυβέρνηση. Ένα ριζικό με παιδιά που δεν γεννήθηκαν και δεν θα γεννηθούν, γιατί οι άρχοντές μας «θεοποίησαν την οικονομική τους δύναμη και κανόνισαν πάνω σ’ αυτή τις ηθικές αξίες της ζωής» [6].

Στα καλύτερα και πιο δημιουργικά μας χρόνια, αντί να προσφέρουμε τις γνώσεις μας με πάθος στους μαθητές μας, αντί να υποστηρίζει η πολιτεία την οικογένεια, περιμένουμε το άγνωστο με βάρκα την ελπίδα, ή μάλλον το καράβι “Χίμαιρα”. Και νομίζουμε ότι αυτή η Χίμαιρα θα μας σώσει, αλλά στην πραγματικότητα είναι αυτή που μας καταστρέφει.

«Ο κατάδικος που του λες ότι θα μείνει πέντε ή δέκα χρόνια φυλακή, το παίρνει απόφαση, κάνει το λογαριασμό του. Όταν όμως του πεις: δεν ξέρω πόσο θα μείνεις εδώ μέσα. ίσως ένα μήνα, ίσως δέκα χρόνια, τότε τον βάζεις στη σκληρή δοκιμασία της αδημονίας. Μήπως είμαι υπερβολική να παρομοιάζω τον εαυτό μου με κατάδικο;» [7]

Δεν ξέρω πόσο θα μείνω σε διαθεσιμότητα. Ξέρω όμως ότι το δικό μου πάθος σχετίζεται με τη ζωή, και το μόνο σίγουρο είναι ότι η Χίμαιρα-Κυβέρνηση θα γκρεμοτσακιστεί.



Πηγές:

[1], [3], [5], [6], [7]: Καραγάτσης, Μ. (1991). Η Μεγάλη Χίμαιρα. Αθήνα: Εκδόσεις Εστία. Σελ. 10, 76, 35, 76, 172 αντίστοιχα.

[2]: http://www.sansimera.gr/articles/8

[4]: Μπαμπινιώτης, Γ. (1998). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Εικόνα: Ο Βελλεροφόντης, ο Πήγασος και η μάχη με τη Χίμαιρα. Μελανόμορφη κεραμική του 560-550 π.Χ. Αρχαιολογικό Μουσείο Λούβρου. http://www.ktdrus.gr/index.files/Lycians_and_Rhodians.html


15 Οκτωβρίου 2014

Ποιος "αμελεί" το δημόσιο συμφέρον;

Εικόνα 1

Τα συμπληρωματικά χρώματα (που βρίσκονται στις ακριβώς απέναντι θέσεις στον κύκλο των χρωμάτων - εικ. 2), όταν τοποθετούνται το ένα δίπλα στο άλλο, ενδυναμώνονται μέχρι τη μεγαλύτερη φωτεινότητα και φαίνονται πιο ζωηρά, λαμπερά και εντυπωσιακά. Τα βασικά συμπληρωματικά ζεύγη του χρωματικού κύκλου είναι το κόκκινο με το πράσινο, το κίτρινο με το βιολέ και το μπλε με το πορτοκαλί.

Εικόνα 2: Ο χρωματικός κύκλος του Ίττεν

Τα συμπληρωματικά χρωματικά σχήματα προσφέρουν δυναμικές αντιθέσεις σε μία σύνθεση, όπως μπορούμε να παρατηρήσουμε στην αφίσα της γαλλικής ρομαντικής κομεντί Amelie (2001) (εικ. 3).

Εικόνα 3

Ο σκηνοθέτης Jean-Pierre Jeunet χρησιμοποιεί το συμπληρωματικό χρωματικό σχήμα «κόκκινο-πράσινο» στη σκηνογραφία και την ενδυματολογία καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, ενώ επιλέγει και το κίτρινο ως τρίτο βασικό χρώμα. Τα θερμά χρώματα του κόκκινου και των διαφορετικών αποχρώσεων κίτρινου δημιουργούν μια ζεστή ατμόσφαιρα και τον ονειρικό κόσμο της Amelie. Το πράσινο έρχεται να συμπληρώσει το κορεσμένο κόκκινο και να προσδώσει ζωτικότητα στην εικόνα, αλλά και άνεση στη ματιά του θεατή. Όταν σε μία σκηνή επικρατεί στο περιβάλλον το πράσινο χρώμα, η Amelie είναι ντυμένη στα κόκκινα (εικ. 4), και όταν το κόκκινο είναι το χρώμα του περιβάλλοντος, η ηρωίδα φορά πράσινα (εικ. 5). Σε κάθε περίπτωση το ένα χρώμα μετριάζει την υπερβολή του επικρατέστερου (σε ποσότητα), και μέσα από μία εναρμονισμένη σχέση, το βλέμμα του θεατή κατευθύνεται στην Amelie, η οποία λόγω του χρώματος ξεκολλά-ξεχωρίζει από το φόντο.

Εικόνα 4

Εικόνα 5

Επιπλέον, τα δύο χρώματα δεν χρησιμοποιούνται μόνο για τον διακοσμητικό και τον σκηνοθετικά λειτουργικό τους ρόλο, αλλά και για τον συμβολικό. Το κόκκινο αντιπροσωπεύει τη ζεστασιά, το πάθος, την ενέργεια και την αγάπη, ενώ το πράσινο, το οποίο είναι το χρώμα της φύσης, συμβολίζει την ελπίδα. Επομένως τα χρώματα αυτά αντανακλούν τη ζωή και τη διάθεση της πρωταγωνίστριας.

Στα χρώματα μπορεί να αποδοθεί ένα πλήθος σημασιών, και οι ερμηνείες σχετίζονται σημαντικά με τον πολιτισμό. Για παράδειγμα, στους Ανατολικούς λαούς το κόκκινο είναι το χρώμα που φορούν οι νύφες, και για τους ανθρώπους της ερήμου το πράσινο δεν είναι το χρώμα της φύσης. Ωστόσο, υπάρχουν πολύ λίγες περιστάσεις όπου τα χρώματα, οργανωμένα σε ένα μήνυμα, σημαίνουν μόνο την κυριολεκτική (δηλαδή, σχεδόν οικουμενικά ομόφωνη) σημασία τους. Κάτι τέτοιο συμβαίνει στα σήματα οδικής κυκλοφορίας, π.χ. στην πινακίδα STOP.

 Εικόνα 6

Ο άνθρωπος είναι εκπαιδευμένος να συνδέει την πινακίδα STOP (εικ. 6) με το κόκκινο χρώμα, που επισημαίνει τον κίνδυνο. Τις περισσότερες φορές μία πράσινη πινακίδα προειδοποίησης για κίνδυνο θα πρόβαλε λάθος μήνυμα και θα αποπροσανατόλιζε την ανάλογη συμπεριφορά μας, γιατί τα διάφορα τμήματα του εγκεφάλου λαμβάνουν αντιφατικές πληροφορίες την ίδια στιγμή, με αποτέλεσμα να συμβαίνει μία καθυστέρηση στην κατανόηση. Το πράσινο ούτε αισθητικά υποδηλώνει κατάσταση εγρήγορσης, ούτε είμαστε κοινωνικά εκπαιδευμένοι να το συνδέουμε με την ένταση της προσοχής ή τον κίνδυνο.

Το κόκκινο έχει υψηλό δείκτη ορατότητας και έλκει την προσοχή. Σε περιπτώσεις μάλιστα όπου πίσω από μία πινακίδα απαγόρευσης ή προσοχής υπάρχουν δέντρα, και γενικότερα επικρατεί στο φόντο το πράσινο χρώμα (εικ. 1), το κόκκινο αποκτά περισσότερη ζωντάνια για τους λόγους που εξηγήθηκαν παραπάνω. Στην εικόνα 1 το κόκκινο είναι εμφανές μόνο στο κάτω μέρος, όπου φαίνεται η οροφή ενός αυτοκινήτου. Παρατηρώντας προσεχτικά την πινακίδα STOP διαπιστώνουμε ότι η όψη που βλέπουμε είναι η μπροστινή. Προφανώς έχει αποχρωματιστεί από τον ήλιο ύστερα από πολλά χρόνια που στέκει στη θέση αυτή, και μετά βίας διακρίνεται η λέξη STOP μέσα στο ανοιχτό γκρι. Αυτό σημαίνει ότι η πινακίδα δεν στέλνει τα σωστά σήματα επικοινωνίας και οι οδηγοί δεν προλαβαίνουν να αποκωδικοποιήσουν τα μηνύματα εγκαίρως (που δίνονται μόνο από το οκταγωνικό σχήμα, καθώς απουσιάζουν το χρωματικό και το λεκτικό μήνυμα). Τέτοια σήματα συναντάμε συχνά στους δρόμους (η συγκεκριμένη φωτογραφία τραβήχτηκε στο Νέο Ηράκλειο Αττικής). Ποιος έχει την ευθύνη; Η Τροχαία; Ο Δήμος; Το Κράτος (γενικά και αόριστα); Σε ένα τροχαίο που θα προκληθεί από οδηγό ο οποίος δεν πρόσεξε τη σήμανση, για τις ασφαλιστικές την ευθύνη θα έχει ο οδηγός που πέρασε το STOP, γιατί σύμφωνα με τον ΚΟΚ ο οδηγός πρέπει να σταματήσει στο STOP. Όμως, σε ποιο STOP;

Κατά την άποψή μου η συγκεκριμένη πινακίδα δεν αποτελεί σήμανση. Το χρώμα παίζει κυρίαρχο ρόλο στο μήνυμα. Οι φθαρμένες πινακίδες πρέπει να αντικαθίστανται, γιατί δεν λειτουργούν προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος. Το μόνο που λειτουργεί είναι η θυσία των πολιτών (στους δρόμους). Ομοίως, πρέπει να αντικαθίστανται και οι (διε)φθαρμένοι κυβερνώντες που προκαλούν τις θυσίες του ελληνικού λαού. Ο πρωθυπουργός αναγνωρίζει ότι οι θυσίες αυτές είναι απίστευτες, αλλά ο ίδιος πρέπει να κοιτάζει το μέλλον, τις αγορές, την ανάπτυξη. Μόνο που το μέλλον, έτσι όπως τα έχει καταφέρει, είναι εντελώς άχρωμο, γιατί προς όφελος των αγορών αμελεί τον άνθρωπο.